- σκιμβάζω
- και κιμβάζω και ὀκιμβάζω Αλυγίζω τα γόνατά μου, οκλάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιμβός*. Το ρ. εμφανίζει και τους δυσερμήνευτους τ. κιμβάζω και ὀκιμβάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκιμβάζει — σκιμβάζω halt pres ind mp 2nd sg σκιμβάζω halt pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιμβάζειν — σκιμβάζω halt pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκιμβάζω — ὀκιμβάζω (Α) (κατά τον Ησύχ.) βλ. σκιμβάζω … Dictionary of Greek
σκιμβασμός — Α [σκιμβάζω] (κατά τον Ησύχ.) «φιλήματος εἶδος» … Dictionary of Greek